προδρομικός

προδρομικός
-ή, -ό / προδρομικός, -ή, -ον, ΝΜ [πρόδρομος]
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πρόδρομο, σε πρωτοπόρο (α. «προδρομικός ποιητής» β. «προδρομική σκέψη» γ. «τὸ προδρομικὸν ὁ θεῑος ζῆλος ἐν αὐτῷ πῡρ ἀνέκαιε», Ευστ.)
2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον Βυζαντινό ποιητή Θεόδωρο Πρόδρομο ή, αλλ., Πτωχοπρόδρομο («προδρομικά ποιήματα»)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στα πρόδρομα φαινόμενα
2. φρ. «προδρομικός πλακούντας»
ανατ. πλακούντας που είναι εμφυτευμένος γύρω από ή πάνω από το έσω στόμιο τού τραχήλου τής μήτρας και προκαλεί δυστοκία και αιμορραγίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προδρομικός — ή, ό 1. που αναφέρεται σε κάθε πρόδρομο. 2. που αναφέρεται στο Βυζαντινό ποιητή Πρόδρομο ή Φτωχοπρόδρομο: Προδρομικά ποιήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αναξίμανδρος — I (Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ.). Φιλόσοφος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ήταν πάντως αρχηγός της Σχολής της Μιλήτου στα μέσα του 6ου αι., μετά τον Θαλή. Από το έργο του διασώζεται μια περικοπή που αναφέρει ο Αριστοτέλης και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Μπενελούξ — (Benelux). Οικονομική ένωση της κεντρικής Ευρώπης, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, προδρομικός οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ονομασία Μ. προήλθε από τα πρώτα γράμματα των ονομάτων των τριών ευρωπαϊκών κρατών (BElgique = Βέλγιο, NEderland =… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”