- προδρομικός
- -ή, -ό / προδρομικός, -ή, -ον, ΝΜ [πρόδρομος]1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πρόδρομο, σε πρωτοπόρο (α. «προδρομικός ποιητής» β. «προδρομική σκέψη» γ. «τὸ προδρομικὸν ὁ θεῑος ζῆλος ἐν αὐτῷ πῡρ ἀνέκαιε», Ευστ.)2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον Βυζαντινό ποιητή Θεόδωρο Πρόδρομο ή, αλλ., Πτωχοπρόδρομο («προδρομικά ποιήματα»)νεοελλ.1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στα πρόδρομα φαινόμενα2. φρ. «προδρομικός πλακούντας»ανατ. πλακούντας που είναι εμφυτευμένος γύρω από ή πάνω από το έσω στόμιο τού τραχήλου τής μήτρας και προκαλεί δυστοκία και αιμορραγίες.
Dictionary of Greek. 2013.